ομολεχής
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Greek Monolingual
ὁμολεχής, -ές (Α)
ομόλεκτρος, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. κοινολεχής].