κατυβρίζω
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ion. for καθ-.
Greek (Liddell-Scott)
κατυβρίζω: κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-.
Greek Monolingual
κατυβρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. καθυβρίζω.
Greek Monotonic
κατυβρίζω: κατ-ύπερθε, κατ-υπέρτερος, κατ-υπνόω, Ιων. αντί καθ-.
Russian (Dvoretsky)
κατυβρίζω: ион. = καθυβρίζω.