ἀδωροδοκήτως
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
French (Bailly abrégé)
adv.
sans se laisser corrompre par des présents.
Étymologie: ἀδωροδόκητος.
Spanish
sin dejarse sobornar, con honestidad
Russian (Dvoretsky)
ἀδωροδοκήτως: неподкупно, бескорыстно (δικαίως καὶ ἀ. πάντα πεπρᾶχθαι Dem.).
English (Woodhouse)
(see also: ἀδωροδόκητος) without taking bribes