morada
From LSJ
Spanish > Greek
ἔνδιος, ἐνιαυθμός, ἕδρα, ἕδρανον, ἕδος, ἐδέθλιον, ἐναύλισμα, δῶμα, αὔλιον, ἐνοίκιος, διαιτητήριον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἑδώλιον, εἰσοίκησις, ἐνδιαίτημα, δόμος, ἐναυλισμός, ἕδρασμα, ἔδεθλον, αὐλή, ἐναύλιος, ἔναυλος, διατριβή, διαίτημα, ἑδραῖος, δίαιτα