ἐναύλιος
English (LSJ)
α, ον, (αὐλή)
A inside the court: ἐναύλιος (sc. θύρα), ἡ, the door leading into the house, τὴν ἐναύλιον ὠθῶν pushing it open, Com.Adesp.1203.6.
2 ἐναυλίαν (sc. ζωήν) ἄγοντες the inner life, Zos.Alch.p.229B.
3 ἐναύλιον, τό, haunt, abode, Ἀστερόποιο Euph.51.11; Ἰοχεαίρης Nonn. D. 41.147.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α Zos.Alch.Comm.Gen.1.44]
I protector del apriscocomo epít. de Zeus Διὶ Ἐναυλίῳ ... εὐξάμενος ὑπὲρ τῶν θρεμμάτων (ofrenda) a Zeus protector del aprisco, ... rogándole en favor de los rebaños, IByzantion 20 (imper.).
II subst.
1 ἡ ἐ. dud. puerta interior del patio τὴν ἐναύλιον ὠθῶν empujando la puerta del patio, Com.Adesp.745.6 (tal vez c. doble sent. erót.).
2 ἡ ἐ. vida retirada o interior ἐναυλίαν ἄγοντες dicho de filósofos, Zos.Alch.l.c.
3 τὸ ἐ. morada de seres divinos o sus manifestaciones Ἀστερόποιο Euph.81.11, Ἰοχεαίρης Nonn.D.41.147, ναιετάων ὀθνεῖον ἐ. de Jesucristo, Nonn.Par.Eu.Io.3.22, τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις ἐ. dicho del corazón, Cyr.Al.M.68.920B.
4 τὸ ἐ. valle ἐναύλια μακρὰ Κλάροιο SEG 26.1284.1 (Eritras I d.C.).
German (Pape)
[Seite 830] innen, im Zimmer, com. bei Plut. non posse 16; ἡ, das Innere, Hippocr. = der Mutterhals.
Russian (Dvoretsky)
ἐναύλιος: ἡ (sc. ὁδός) коридор, ведущий внутрь дома Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναύλιος: α, ον καὶ ἐναύλιος, ον, (αὐλή) ἐντὸς τῆς αὐλῆς, ἐναύλιος (θύρα), ἡ, ἡ ἄγουσα ἐκ τῆς αὐλῆς εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς οἰκίας, τὴν ἐναύλιον ὠθῶν Κωμ. Ἀνώνυμ. 305. 2) μεταφ., ὁ λαιμὸς τῆς μήτρας, ὅταν δὲ κλυσθῇ τὸ στόμα καὶ ἡ ἐναυλίη Ἱππ. Γυναικ. τὸ Β΄, 645, ἐν τέλει.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἐναύλιος, -ον και ἐναύλιος, -ία, και -ίη -ον)
αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή βρίσκεται στην αυλή
αρχ.
1. «εναύλιος θύρα»
2. μτφ. εσωτερικός, ενδόμυχος, βαθύς
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐναυλίη
ο λαιμός της μήτρας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐναύλιον
η κατοικία, το ενδιαίτημα.