ἀναθυμιάομαι
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Russian (Dvoretsky)
ἀναθῡμιάομαι:
1) испаряться (τὸ ὑγρὸν ἀναθυμιώμενον Arst.; ὁ ἐκ τῆς γῆς ἀναθυμιώμενος ἀήρ Plut.);
2) выделять испарения, куриться (ἡ γῆ ξηραινομένη ἀναθυμιᾶται Arst.);
3) подниматься (τὸ ἀναθυμιώμενον πῦρ Arst.; ὁ ἀναθυμιώμενος καπνός Luc.; перен. μῖσος ἀναθυμιᾶται Polyb.);
4) поднимать испарения (ἐκ τῆς θαλάττης Arst.);
5) выдыхаться (οἶνος ἀναθυμιαθείς Plut.).