περιφανῶς
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
French (Bailly abrégé)
adv.
1 d’une manière éclatante, manifestement, publiquement;
2 avec éclat, excellemment, parfaitement;
Cp. περιφανέστερον.
Étymologie: περιφανής.
Russian (Dvoretsky)
περιφᾰνῶς:
1) явно, очевидным образом, открыто (καταλύειν τὴν δημοκρατίαν Arph.);
2) ясно, наглядно, воочию (ἰδεῖν τινα Soph.);
3) славно, со славой (καλὰ ἔργα ἐργάζεσθαι Plat.; ἀγωνίζεσθαι Plut.).
English (Woodhouse)
(see also: περιφανής) clearly, conspicuously, famously, manifestly