βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
épq. ἐϋστρεφής;ής, ές :c. εὔστρεπτος.Étymologie: εὖ, στρέφω.
εὐστρεφής: эп. ἐϋστρεφής 21) крепко скрученный (νευρή, ἔντερον οἰός, πεῖσμα Hom.);2) крепко сплетенный (λύγοι Hom.).