Κραυγασίδης

From LSJ
Revision as of 15:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek (Liddell-Scott)

Κραυγασίδης: -ου, ὁ, ὡς εἰ πατρωνυμικὸν τοῦ κραύγασος, «φωνακλᾶς», ὄνομα βατράχου ἐν Βατραχομυομαχ. 246.

Greek Monotonic

Κραυγᾰσίδης: -ου, ὁ (κραυγάζω), ως πατρωνυμ., ο γιος του Κραυγάσου, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

Κραυγᾰσίδης: ου (ῐ) ὁ Кравгасид, «Крикунович» (имя мыши) Batr.

Middle Liddell

Κραυγᾰσίδης, ου, κραυγάζω
as a Patronym. son of a croaker, Batr.