δυσμενῶς
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
French (Bailly abrégé)
adv.
avec malveillance ou hostilité, en ennemi.
Étymologie: δυσμενής.
Russian (Dvoretsky)
δυσμενῶς: неприязненно, недоброжелательно, враждебно Xen., Isocr., Plat., Arst., Plut.
English (Woodhouse)
(see also: δυσμενής) in a hostile way