εὐμούσως
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
French (Bailly abrégé)
adv.
avec goût.
Étymologie: εὔμουσος.
Russian (Dvoretsky)
εὐμούσως: изящно, со вкусом Plut.