καταψευστός
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
controuvé, fabuleux.
Étymologie: καταψεύδομαι.
Russian (Dvoretsky)
καταψευστός: выдуманный, баснословный (θηρία Her. - v. l. ἀκατάψευστος).