πτερόφοιτος

From LSJ
Revision as of 22:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερόφοιτος Medium diacritics: πτερόφοιτος Low diacritics: πτερόφοιτος Capitals: ΠΤΕΡΟΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: pteróphoitos Transliteration B: pterophoitos Transliteration C: pterofoitos Beta Code: ptero/foitos

English (LSJ)

A v. πτεροφύτωρ.

German (Pape)

[Seite 809] mit Flügeln gehend, ἀνάγκη, fliegend, poet. bei Plat. Phaedr. 252 c, wo Heindorf u. Bekker πτεροφύτωρ, Flügel erzeugend, vorziehen.

Greek (Liddell-Scott)

πτερόφοιτος: -ον, ὁ διὰ τῶν πτερύγων πλανώμενος, ἴδε πτεροφύτωρ.

Greek Monolingual

-ον, Α
πιθ. αυτός που πορεύεται, που προχωρεί με τη βοήθεια φτερώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -φοιτος (< φοιτῶ «μεταβαίνω, πηγαίνω»)].

Russian (Dvoretsky)

πτερόφοιτος: носящийся на крыльях, крылатый (ἀνάγκη Plat.).