ἀνασβέννυμι
From LSJ
τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate
English (LSJ)
A quench, damp, ὁρμάς Plu.2.917d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασβέννῡμι: ἀποσβεννύω, ἀμβλύνω, ἀνασβέννυσι τὰς ὁρμὰς ὕποπτ. ἐν Πλουτ. 2. 917D.
French (Bailly abrégé)
éteindre, amortir.
Étymologie: ἀνά, σβέννυμι.
Spanish (DGE)
extinguir ὁρμάς Plu.2.917c.
Greek Monolingual
ἀνασβέννυμι (Α)
σβήνω, αφανίζω, αμβλύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασβέννῡμι: угашать, подавлять (τὰς ὁρμάς Plut.).