διαστροβέω

Revision as of 00:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A stir up, πέλαγος Trag.Adesp.391. 2 = διασοβέω, Alciphr.3.9.

German (Pape)

[Seite 604] durchwirbeln, θύννος βολαῖος πέλαγος ὡς διαστροβεῖ p. bei Plut. Luc. 1; vgl. Alciphr, 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

διαστροβέω: στροφοδινοῦμαι, περιδινοῦμαι διὰ μέσου, δ. πέλαγος Τραγ. παρὰ Πλουτ. Λουκ. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’élancer impétueusement à travers, acc..
Étymologie: διά, στροβέω.

Spanish (DGE)

agitar, golpear repetidamente θύννος ... πέλαγος ὣς διαστροβεῖ Trag.Adesp.391
espantar λαγωὸν ἔν τινι θάμνῳ διαστροβήσας Alciphr.2.1.1.

Russian (Dvoretsky)

διαστροβέω: проноситься кружась или волновать (δ. πέλαγος Plut.).