διαστροβέω
English (LSJ)
A stir up, πέλαγος Trag.Adesp.391. 2 = διασοβέω, Alciphr.3.9.
German (Pape)
[Seite 604] durchwirbeln, θύννος βολαῖος πέλαγος ὡς διαστροβεῖ p. bei Plut. Luc. 1; vgl. Alciphr, 3, 9.
Greek (Liddell-Scott)
διαστροβέω: στροφοδινοῦμαι, περιδινοῦμαι διὰ μέσου, δ. πέλαγος Τραγ. παρὰ Πλουτ. Λουκ. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s’élancer impétueusement à travers, acc..
Étymologie: διά, στροβέω.
Spanish (DGE)
agitar, golpear repetidamente θύννος ... πέλαγος ὣς διαστροβεῖ Trag.Adesp.391
•espantar λαγωὸν ἔν τινι θάμνῳ διαστροβήσας Alciphr.2.1.1.
Russian (Dvoretsky)
διαστροβέω: проноситься кружась или волновать (δ. πέλαγος Plut.).