περίστεπτος

From LSJ
Revision as of 19:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστεπτος Medium diacritics: περίστεπτος Low diacritics: περίστεπτος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΠΤΟΣ
Transliteration A: perísteptos Transliteration B: peristeptos Transliteration C: peristeptos Beta Code: peri/steptos

English (LSJ)

ον, A crowned, wreathed, ταινίαις Emp.112.6.

German (Pape)

[Seite 594] umkränzt, umgeben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίστεπτος: -ον, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ταινίαις περίστεπτος Ἐμπεδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 62.

Greek Monolingual

-ον, Α περιστέφω
περιστεφανωμένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίστεπτος -ον [περιστέφω] omwikkeld.

Russian (Dvoretsky)

περίστεπτος: увенчанный (ταινίαις στέφεσίν τε Emped. ap. Diog. L.).