περίστεπτος
From LSJ
ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
English (LSJ)
ον, A crowned, wreathed, ταινίαις Emp.112.6.
German (Pape)
[Seite 594] umkränzt, umgeben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίστεπτος: -ον, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ταινίαις περίστεπτος Ἐμπεδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 62.
Greek Monolingual
-ον, Α περιστέφω
περιστεφανωμένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίστεπτος -ον [περιστέφω] omwikkeld.
Russian (Dvoretsky)
περίστεπτος: увенчанный (ταινίαις στέφεσίν τε Emped. ap. Diog. L.).