πεντέγραμμος

From LSJ
Revision as of 17:30, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντέγραμμος Medium diacritics: πεντέγραμμος Low diacritics: πεντέγραμμος Capitals: ΠΕΝΤΕΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: pentégrammos Transliteration B: pentegrammos Transliteration C: pentegrammos Beta Code: pente/grammos

English (LSJ)

ον, A consisting of five lines, πεσσὰ π. draughts played on a board with five lines, S.Fr.429; cf. πεντάγραμμον.

German (Pape)

[Seite 557] = πεντάγραμμος, Soph. frg. 381, πεσσά, vgl. Lob. Phryn. 413.

Greek (Liddell-Scott)

πεντέγραμμος: -ον, ὁ ἐκ πέντε γραμμῶν ἀποτελούμενος, πεσσὰ πεντάγραμμα καὶ κύβων βολὰς Σοφ. Ἀποσπ. 581 ἐκ τοῦ Ἡσυχ., ἔνθα: «παρ’ ὅσον πέντε γραμμαῖς ἔπαιζον, διαφέρει δὲ πεττεία κυβείας. ἐν ᾗ μὲν γὰρ τοὺς κύβους ἀναρρίπτουσιν· ἐν δὲ τῇ πεττείᾳ αὐτὸ μόνον τὰς ψήφους μετακινοῦσι».: ― πεντάγραμμον, τό, σχῆμα ἀστέρος, ὃ ἐσχημάτιζον οἱ Πυθαγόρειοι διὰ συμπλοκῆς τριγώνων σχημάτων, οὕτω, κοινῶς τὸ σχῆμα τοῦτο ὀνομάζεται πεντάλφα, ἴδε τὴν λέξιν, Λουκ. ὑπὲρ τοῦ Πταίσματ. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πεντάγραμμος.

Russian (Dvoretsky)

πεντέγραμμος: пятилинейный (πεσσά Soph.).