προσανακοινόομαι
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
Med., A communicate besides, τινί τι D.S.1.16.
German (Pape)
[Seite 749] pass., zu Einem gehen u. sich ihm mittheilen, bes. um sich mit ihm zu berathen, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
προσανακοινόομαι: ἀνακοινοῦμαι προσέτι, τινί τι Διόδ. 1. 16.
Russian (Dvoretsky)
προσανακοινόομαι: сверх того или еще сообщать (τί τινι Diod.).