τρισθανής
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek (Liddell-Scott)
τρισθᾰνής: -ές, τρὶς ἄξιος θανάτου, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 170· ― τρισθάνατος, ον, Σχόλ. αὐτόθι.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που του αξίζει να θανατωθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + -θανής (< θνῄσκω), πρβλ. ἡμι-θανής].
Russian (Dvoretsky)
τρισθᾰνής: трижды достойный смерти Anth.