τρισθανής
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
Greek (Liddell-Scott)
τρισθᾰνής: -ές, τρὶς ἄξιος θανάτου, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 170· ― τρισθάνατος, ον, Σχόλ. αὐτόθι.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που του αξίζει να θανατωθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + -θανής (< θνῄσκω), πρβλ. ἡμιθανής].
Russian (Dvoretsky)
τρισθᾰνής: трижды достойный смерти Anth.