δυσκράτητος

From LSJ
Revision as of 10:01, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκράτητος Medium diacritics: δυσκράτητος Low diacritics: δυσκράτητος Capitals: ΔΥΣΚΡΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskrátētos Transliteration B: dyskratētos Transliteration C: dyskratitos Beta Code: duskra/thtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A hard to control, τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3; ungovernable, ill-disciplined, J.AJ19.4.1; γηρῶντι ἤδη δ. εἶναι (sc. τὴν ἀρχήν) App.Syr. 61.

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu besiegen, D. Sic. 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκράτητος: [ᾰ], -ον, δυσκατανίκητος, δυσκατάβλητος, Διόδ. 3. 3.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 difícil de gobernar (τὴν ἀρχήν) γηρῶντι ἤδη δυσκράτητον εἶναι App.Syr.61
incontrolable, indisciplinado ἀνθρώπων πλῆθος I.AI 19.243
difícil de tratar de la enfermedad, Archig. en Orib.44.23.4
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de contrarrestar μὴ καταπολεμῆσαι διὰ ... τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3.
2 inabarcable τῶν ἐγκωμίων ... ὁ λόγος Hymn.Is.21 (Maronea).

Greek Monolingual

δυσκράτητος, -ον (Α)
1. δυσκολονίκητος
2. δυσκολοκυβέρνητος
3. αυτός που δύσκολα υπομένει την εξουσία κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

δυσκράτητος: с трудом управляемый, которым трудно овладеть: τὸ δυσκράτητον τῆς ἐπιβολῆς Diod. неосуществимость замысла.