σύγκοπος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (A συγκοπή 111) falling down in a swoon, D.S. 3.57.
German (Pape)
[Seite 969] von Menschen, die plötzlich entkräftet niederstürzen und wie zerschlagen sind, D. Sic. 3, 57.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκοπος: -ον, (συγκοπὴ ΙΙΙ) ὁ πίπτων κάτω ἐκ συγκοπῆς ἢ λυποθυμίας, λιπόθυμος, Διόδ. 3. 57.
Greek Monolingual
-ον, Α συγκόπτω
αυτός που πέφτει κάτω εξαιτίας συγκοπής.
Russian (Dvoretsky)
σύγκοπος: лишившийся чувств: σύγκοπον γενέσθαι Diod. упасть в обморок.