προκαταπαύω

From LSJ
Revision as of 21:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταπαύω Medium diacritics: προκαταπαύω Low diacritics: προκαταπαύω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΠΑΥΩ
Transliteration A: prokatapaúō Transliteration B: prokatapauō Transliteration C: prokatapayo Beta Code: prokatapau/w

English (LSJ)

A cause to cease before, τινος from…, Lib.Or.18.99; but π. [τινὰ] ροῦ συμμέτρου before the moderate amount, Gal.6.286.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταπαύω: καταπαύω, πρότερον, οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος Λιβάν. 1. 554.

Greek Monolingual

Α καταπαύω
1. κάνω να σταματήσει κάτι εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῦ φρονήματος», Λιβάν.)
2. καταπαύω, σταματώ προτού να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῦ συμμέτρου», Γαλ.).