Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
Full diacritics: μυρτοπώλης | Medium diacritics: μυρτοπώλης | Low diacritics: μυρτοπώλης | Capitals: ΜΥΡΤΟΠΩΛΗΣ |
Transliteration A: myrtopṓlēs | Transliteration B: myrtopōlēs | Transliteration C: myrtopolis | Beta Code: murtopw/lhs |
ου, ὁ, A seller of myrtle-berries, Sammelb.727 (i B. C.).
μυρτοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν μύρτα, Ἐπιγραφ. Αἰγύπτου, Journ. D. Sav. Août 1879, σ. 474.
μυρτοπώλης, o (Α)
αυτός που πουλά μύρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυροπώλης.