δευτερουργής
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ές, A vamped up, second-hand, χλαῖνα Poll.7.77.
German (Pape)
[Seite 553] χλαῖνα, wieder aufgekratzt, Poll. 7, 77.
Spanish (DGE)
-ές remendado χλαῖνα Poll.7.77.
Greek Monolingual
δευτερουργής, -ές (Α)
αυτός που έχει δεχτεί και δεύτερη επεξεργασία, ο καλοδουλεμένος.