εἰσακτέον

From LSJ
Revision as of 08:40, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσακτέον Medium diacritics: εἰσακτέον Low diacritics: εισακτέον Capitals: ΕΙΣΑΚΤΕΟΝ
Transliteration A: eisaktéon Transliteration B: eisakteon Transliteration C: eisakteon Beta Code: ei)sakte/on

English (LSJ)

A one must bring into court (cf. εἰσάγω 11.3), ἀδίκημα Ar. V.840; τινάς X.Eq.Mag.1.10. II one must introduce, in speaking, Hermog.Id.2.9; in argument, S.E.M.6.36.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσακτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἰσαγάγῃ εἰς τὸ δικαστήριον (ἴδε εἰσάγω ΙΙ. 3), Ἀριστοφ. Σφ. 840, Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 10.

Spanish (DGE)

1 hay que llevar ante los tribunales τοῦτ' ... ἀδίκημα τῷ πατρὶ εἰ. μοι esta causa tengo que llevarla ante el tribunal de mi padre Ar.V.840, εἰς ... τὸ δικαστήριον τούτους εἰ. εἶναι X.Eq.Mag.1.10.
2 hay que introducir un tema en la conversación, Hermog.Id.2.9.
3 hay que inferir τό κατ' αὐτὴν χρειῶδες de la música, S.E.M.6.36.

Greek Monotonic

εἰσακτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εισαχθεί στο δικαστήριο (βλ. εἰσάγω II. 3), σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εἰσακτέον: adj. verb. к εἰσάγω.