τορευτικός

From LSJ
Revision as of 13:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορευτικός Medium diacritics: τορευτικός Low diacritics: τορευτικός Capitals: ΤΟΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: toreutikós Transliteration B: toreutikos Transliteration C: toreftikos Beta Code: toreutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, prop. A of or for metal-work, skilled therein: but Lat. toreutice, sculpture in general, Plin.HN34.54; opp. graphice (painting), ib. 35.77; cf. τορεύω ΙΙ, and v. τορνευτικός.

German (Pape)

[Seite 1130] zum τορευτής oder zur Verfertigung erhabener Arbeit, zum Bildschnitzen, Graviren gehörig, geschickt darin, ἡ τορευτική, sc. τέχνη, die Kunst, solche Arbeit zu verfertigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τορείαν, ὁ ἔμπειρος τορείας, Κλήμ. Ἀλ. 330· - ἡ τορευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ τορεύειν, μάλιστα εἰς μέταλλον, Πλίν. 34. 19, § 1. 2., 35. 36, § 8· πρβλ. τορεύω ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τορευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόρευση ή στον τορευτή
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. τορευτική.