ἀποκάθημαι

Revision as of 16:10, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

A sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (Ion. for -κάθηνται) Hdt.4.66; ἐν τῷ τεύχει Arist.HA625a26; ἐν τῷ γυμνασίῳ SIG 739.7 (Delph., i B.C.); ἀποκαθημένη, = αἱμορροοῦσα, LXXLe.20.18, al., cf. Ph.1.578; θεαταὶ ἀ. τῶν κινδύνων J.BJ4.6.2. II sit idle, Ael. VH6.12.

German (Pape)

[Seite 305] abgesondert dasitzen, Arist. H. A. 9, 40; in ion. Form ἀποκατέαται Her. 4, 66. Bei Poll. 3, 123 wie ἀποκαθίζεσθαι, müßig dasitzen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάθημαι: παθ., κάθημαι χωριστά, μακράν, ἠτιμωμένοι ἀποκατέαται (Ἰων. ἀντὶ ἀποκάθηνται) Ἡρόδ. 4. 66· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26· ἀποκαθημένη = αἱμορροοῦσα, Ἑβδ. (Λευϊτ. κ΄, 18, κ. ἀλλ.). ΙΙ. κάθημαι ἀργός, μηδὲν πράττων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26, Αἰλ. Π. Ἱ. 6. 12.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’asseoir à l’écart.
Étymologie: ἀπό, κάθημαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. pres. ind. 3.a plu. ἀποκατέαται Hdt.4.66]
1 estar sentado o instalado aparte ἠτιμωμένοι ἀποκατέαται Hdt.l.c., ἐν τῷ τεύχει ἀποκαθήμεναι de las abejas, Arist.HA 625a26, ἐν τῷ γυμνασίῳ FD 3.338.7 (I a.C.), πρός τινι πυραμίδι Plb.Fr.115, θεατὰς ... αὐτοὺς ἀποκαθῆσθαι τῶν κινδύνων I.BI 4.371
de ahí en la lit. judía y aplicado a la mujer menstruar ἀποκαθημένη mujer menstruante LXX Le.20.18, cf. Ez.22.10, Ep.Ie.27, Ph.1.574, ἀποκαθημένη· αἱμορροοῦσα Hsch.
2 fig. estar inactivo, perder el tiempo ἐν τοῖς κουρείοις καὶ γελωτοποιεῖν Theopomp.Hist.283b.

Greek Monolingual

ἀποκάθημαι (AM)
1. κάθομαι χωριστά, μακριά
2. παραμένω αργός, αδρανώ
3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένη
η γυναίκα που έχει εμμηνόρροια.

Greek Monotonic

ἀποκάθημαι: Παθ., κάθομαι χωριστά, μακριά· ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (Ιων. αντί -κάθηνται)· σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκάθημαι: ион. ἀποκάτημαι сидеть отдельно Her., Arst.

Middle Liddell


Pass. to sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (ionic for -κάθηνται) Hdt.