λιτροσκόπος

From LSJ
Revision as of 19:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτροσκόπος Medium diacritics: λιτροσκόπος Low diacritics: λιτροσκόπος Capitals: ΛΙΤΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: litroskópos Transliteration B: litroskopos Transliteration C: litroskopos Beta Code: litrosko/pos

English (LSJ)

ὁ, (λίτρα I) A one who examines money, money-changer, S.Fr.1065.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτροσκόπος: ὁ, (λίτρα) ὁ ἐξετάζων τὰ νομίσματα, ἀργυραμοιβός, Σοφ. Ἀποσπ. 907.

Greek Monolingual

λιτροσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που εξετάζει τις λίτρες, τα νομίσματα, ο αργυραμοιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι)].

Russian (Dvoretsky)

λιτροσκόπος: ὁ проверяющий качество монеты Soph.