ὀκορνός
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ὁ, A = ἀττέλεβος or πάρνοψ, Hsch., Phot., cf. A.Fr.256.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκορνός: ὁ, = ἀττέλεβος ἢ πάρνοψ, Ἡσύχ., Φώτ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 250.
Greek Monolingual
ὀκορνός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀττέλεβος ή πάρνοψ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άκορνα].
Russian (Dvoretsky)
ὀκορνός: ὁ саранча Aesch.
Frisk Etymological English
See also: s. ἀκορνός