φαάντατος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1249] unregelm. superl. zu φαεινός, der glänzendste, hellste, ἀστήρ Od. 13, 93.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très brillant, le plus brillant.
Étymologie: Sp. d’un adj. inus. de φαίνω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-άτη, -ον, Α
(επικ. τ.) (υπερθ. του φαεινός) φωτεινότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν-τατος (< φαFeντα-τος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς) έχει σχηματιστεί - από ένα θ. φαF-εν παρλλ. του σιγμόληκτου φαFεσ- του φάος / φῶς (για τις μορφές αυτές του θ. βλ. λ. φαείνω) με την κατάλ. -τατος του υπερθετικού βαθμού].
Russian (Dvoretsky)
φαάντᾰτος: [superl. к φαεινός
1) ярчайший (ἀστήρ Hom.);
2) перен. светлейший, пресветлый (βασιλεύς Anth.).