διέκταση

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monolingual

η (Α διέκτασις) διεκτείνω
νεοελλ.
το γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο παρεμβάλλεται μέσα σε συνηρημένη λέξη και αμέσως πριν από το φωνήεν, που προέρχεται από συναίρεση, ένα άλλο φωνήεν ταυτόφωνο αλλά διαφορετικού χρόνου (π.χ. φόως - φως)
αρχ.
το τέντωμα μελών του σώματος, το να απλώνει κανείς χέρια και πόδια.