παλινσύλλεκτος
From LSJ
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
English (LSJ)
ον, A gathered again, Hsch., Phot. s.v. παλίλλογα.
German (Pape)
[Seite 450] bei Hesych. Erkl. von παλίλλογος.
Greek (Liddell-Scott)
παλινσύλλεκτος: -ον, ὁ ἐκ νέου συλλεχθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. παλίλλογα, Φώτ.
Greek Monolingual
παλινσύλλεκτος, -ον (Α)
αυτός που συνελέγη εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + συλλέγω.