παρκάλισις

From LSJ
Revision as of 08:57, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρκάλισις Medium diacritics: παρκάλισις Low diacritics: παρκάλισις Capitals: ΠΑΡΚΑΛΙΣΙΣ
Transliteration A: parkálisis Transliteration B: parkalisis Transliteration C: parkalisis Beta Code: parka/lisis

English (LSJ)

εως, ἡ, either A unpacking from a wooden crate or transport by rollers, IG42(1).103.46,63 (Epid.); cf. διακάλισις, ἐσκάλισις.

Greek (Liddell-Scott)

παρκάλισις: καλίνδησις, κυλίνδησις, κύλισμα, παρκαλίσιος τῶν λίθων ἐπὶ λιμένι, μετακομίσεως τῶν λίθων εἰς τὸν λιμένα διὰ κυλίσεως, Ἐπιγραφ. Ἐπιδαύρου Καββαδ. 242, 27, καὶ ἑξ, καὶ 42.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η μεταφορά, η μετακόμιση αντικειμένων με τη βοήθεια κυλίνδρων ή τροχών, το κύλισμα, η κυλίνδηση, αλλ. διακάλισις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρ, συγκεκομμένος τ. της πρόθεσης παρά + -κάλισις πιθ. < θ. αορ. δια-καλίσαι που συνδέεται με το ρ. καλινδοῦμαι «περιστρέφομαι, κυλίομαι» (πρβλ. δια-κάλισις, εσ-κάλισις)].