περιαυτολογικός

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαυτολογικός Medium diacritics: περιαυτολογικός Low diacritics: περιαυτολογικός Capitals: ΠΕΡΙΑΥΤΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: periautologikós Transliteration B: periautologikos Transliteration C: periaftologikos Beta Code: periautologiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A boastful, στομφασμός Eust.897.2. Adv. -κῶς Id.1866.28.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιαυτολογικός, -ή, -όν, ΝΜ περιαυτολογία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός.
επίρρ...
περιαυτολογικώς και -ά / περιαυτολογικώς και -ά, ΝΜ
με περιαυτολογία, κομπαστικά.