πολύβατος

From LSJ
Revision as of 13:33, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβᾰτος Medium diacritics: πολύβατος Low diacritics: πολύβατος Capitals: ΠΟΛΥΒΑΤΟΣ
Transliteration A: polýbatos Transliteration B: polybatos Transliteration C: polyvatos Beta Code: polu/batos

English (LSJ)

ον, A much-trodden, ἄστεος ὀμφαλός, of the ἀγορά, Pi.Fr.75.3.

German (Pape)

[Seite 660] viel gegangen, betreten, ἄστεος ὀμφαλόν, Pind. frg. 45.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβᾰτος: -ον, πολυπάτητος, Πινδ. Ἀποσπ. 45.

English (Slater)

πολύβᾰτος
   1 much frequented θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πατηθεί πολλές φορές
2. πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βατός (< βαίνω), πρβλ. ευρύ-βατος].

Russian (Dvoretsky)

πολύβᾰτος: весьма посещаемый (ἄστεος ὀμφαλόν Pind.; ἀγὼν βροτῶν Aesch.).