πολυοχλία
English (LSJ)
ἡ, A crowd of people, Plb.10.14.15, LXX Jb.39.7; τῶν νέων Inscr.Perg.252.22.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πολυοχλία: ἡ, πολὺς ὄχλος, πλῆθος ἀνθρώπων, Πολύβ. 10. 14, 15, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΘ΄, 7).
Greek Monolingual
ἡ, Α πολύοχλος
η συγκέντρωση όχλου, το μεγάλο πλήθος ανθρώπων.
Russian (Dvoretsky)
πολυοχλία: ἡ скопление множества людей, большая толпа Polyb.