πορνοδιδάσκαλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A teacher of fornication, Aristaenet.1.14.
German (Pape)
[Seite 684] Lehrmeister in der Hurerei, Aristaen. 1, 14, auch fem.
Greek (Liddell-Scott)
πορνοδῐδάσκᾰλος: ὁ, ἡ, ὁ διδάσκαλος πορνείας, Ἀρισταίν. 1. 14.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
αυτός που διδάσκει την πορνεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + διδάσκαλος.