προβατοτροφία
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
Ion. -ίη, ἡ, A keeping of sheep, prob. in Supp.Epigr.2.579.8 (Teos, iv B.C.).
Greek Monolingual
η, ΝΑ, προβατοτρόφος
ιων. τ. προβατοτροφίη Α
εκτροφή προβάτων
νεοελλ.
(ιδίως) η εκτροφή προβάτων με σκοπό την αναπαραγωγή, προβατοκομία.