προβατοτρόφος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
προβατοτρόφον, breeding sheep, Sch.Pi.P.12.1.
German (Pape)
[Seite 711] Schafe nährend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πρόβατα, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 12. 1.
Greek Monolingual
-ον, MA
εκτροφέας προβάτων, προβατοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].