προβατοτρόφος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτοτρόφος Medium diacritics: προβατοτρόφος Low diacritics: προβατοτρόφος Capitals: ΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: probatotróphos Transliteration B: probatotrophos Transliteration C: provatotrofos Beta Code: probatotro/fos

English (LSJ)

προβατοτρόφον, breeding sheep, Sch.Pi.P.12.1.

German (Pape)

[Seite 711] Schafe nährend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πρόβατα, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 12. 1.

Greek Monolingual

-ον, MA
εκτροφέας προβάτων, προβατοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].