προδιαναπαύω

Revision as of 21:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A take an interval of rest beforehand, Diocl.Fr.141.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαναπαύω: διαναπαύω πρότερον, Προκόπ. ἐν Maï Auct. Class. τ. 6, σ. 36.

Greek Monolingual

Α
1. επιτρέπω σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο προηγουμένως
2. μέσ. προδιαναπαύομαι
αναπαύομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα πριν να κάνω κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαναπαύω «κάνω διάλειμμα αναπαύσεως»].