προδιαναπαύω
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
take an interval of rest beforehand, Diocl.Fr.141.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαναπαύω: διαναπαύω πρότερον, Προκόπ. ἐν Maï Auct. Class. τ. 6, σ. 36.
Greek Monolingual
Α
1. επιτρέπω σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο προηγουμένως
2. μέσ. προδιαναπαύομαι
αναπαύομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα πριν να κάνω κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαναπαύω «κάνω διάλειμμα αναπαύσεως»].