προσσυνθερμαίνω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
A warm besides, Hp.Morb.4.51:—Pass., ib. 46.
German (Pape)
[Seite 780] noch dazu erwärmen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προσσυνθερμαίνω: θερμαίνω προσέτι, Ἱππ. 509. 3. Παθ., ὁ αὐτ. 506. 6.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-συνθερμαίνω eveneens verwarmen.