σαΐτης
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ου, ὁ, A a liquid measure,= 22 ξέσται, Epiphan. ap. Hultsch Metrol.Script.i p.264, al.: also Dim. σαΐτιον, τό, Arch.Pap.3.448, POxy.1658.1 (iv A.D.):—σαῗτις, ἡ, name of a plaster, Orib.Fr.88. (Named from Σάϊς in Egypt.)
Greek (Liddell-Scott)
σαΐτης: ὁ, μέτρον ὑγρῶν, = 22 ξέσταις, Ἐπιφάν. ὡσαύτως ὑποκορ. σαΐτιον, τό.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 22 ξέστες.