σιδηροποίκιλος
From LSJ
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
English (LSJ)
ὁ, name of A a variegated stone, Plin. HN37.182.
German (Pape)
[Seite 879] eisenbunt, eine bunte Steinart, Plin. H. N. 37, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροποίκῐλος: ὁ, ὄνομα λίθου τινὸς ποικίλου, παρὰ Πλιν. Ν. Η. 37. 67.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ονομασία ποικιλόχρωμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + ποικίλος «πολύχρωμος, κατάστικτος»].