σιδηροθώραξ
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, ἡ, A with iron breastplate, Sch.D Il.2.47, 3.131.
German (Pape)
[Seite 879] ακος, mit eisernem Brustpanzer, Schol. Il. 2, 47. 3, 131.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων σιδηροῦν θώρακα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β΄, 47, κτλ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει σιδερένιο θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + θώραξ, -ακος (πρβλ. ἀργυρο-θώραξ)].