συγκατολισθάνω
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
A slip and fall together, D.S.1.30.
Greek Monolingual
και συγκατολισθαίνω Α κατολισθάνω
γλιστρώ και εγώ μαζί με άλλους.
Greek Monolingual
και συγκατολισθαίνω Α κατολισθάνω
γλιστρώ και εγώ μαζί με άλλους.