συγκαθεύδησις
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
εως, ἡ, A sexual intercourse, Sch.DOd.23.346.
German (Pape)
[Seite 963] ἡ, das Mit- od. Zusammenschlafen, Schol. Od. 23, 346.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθεύδησις: ἡ, σαρκικὴ μῖξις, συνουσία, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ψ. 346.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συγκαθεύδω
σαρκική ένωση, συνουσία.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συγκαθεύδω
σαρκική ένωση, συνουσία.