συνανακλίνομαι

Revision as of 10:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῑ], Pass., A lie down along with, esp. in bed or at table, μετά τινος Luc. Asin.3; = concubo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 999] pass., sich mit oder zugleich legen, besonders zu Tische; Luc. asin. 3; Eumath. 1 p. 16.

Greek (Liddell-Scott)

συνανακλίνομαι: [ῑ], παθ., πλαγιάζω ὁμοῦ μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ τῆς κλίνης ἢ παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι Κλήμ. Ἀλ. 271· μετά τίνος Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 3.

Greek Monolingual

ΜΑ
ξαπλώνω στο κρεβάτι ή δίπλα στο τραπέζι μαζί με άλλον
αρχ.
ενεργ. συνανακλίνω
βάζω κάποιον να ξαπλώσει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακλίνομαι «είμαι ξαπλωμένος»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ανακλίνομαι samen aanliggen; met μετά + gen.

Russian (Dvoretsky)

συνανακλίνομαι: (λῑ) возлежать рядом (за столом) (μετά τινος Luc.).