συνανθέλκω
From LSJ
English (LSJ)
A draw back at the same time, Herod.Med.in Rh.Mus. 58.90 (Pass.).
Greek Monolingual
Α
ἀνθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνθέλκω «σύρω κάτι αντίθετα, τραβώ προς το μέρος μου»].
Greek Monolingual
Α
ἀνθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνθέλκω «σύρω κάτι αντίθετα, τραβώ προς το μέρος μου»].